- ανθρωπολογώ
- ἀνθρωπολογῶ (-έω) (AM)1. μιλώ για τον άνθρωπο και για ό,τι τον αφορά2. μιλώ ως άνθρωπος, κατά τον τρόπο των ανθρώπωνμσν.(σχετικά με τον θεό) παρουσιάζω τον θεό ως άνθρωπο, μιλώ για τον θεό σαν να ήταν άνθρωπος.
Dictionary of Greek. 2013.