ανθρωπολογώ

ανθρωπολογώ
ἀνθρωπολογῶ (-έω) (AM)
1. μιλώ για τον άνθρωπο και για ό,τι τον αφορά
2. μιλώ ως άνθρωπος, κατά τον τρόπο των ανθρώπων
μσν.
(σχετικά με τον θεό) παρουσιάζω τον θεό ως άνθρωπο, μιλώ για τον θεό σαν να ήταν άνθρωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”